Τα δάση κεφαλληνιακής ελάτης καταλαμβάνουν το 37,6% της έκτασης της Οίτης και αναπτύσσονται από το υψόμετρο των 600 μ. μέχρι και τα 1800 μ. περίπου.
Μικρή αλλά όχι ασήμαντη έκταση καταλαμβάνουν, επίσης, τα δάση των φυλλοβόλων δρυών (Quercus sp.), καθώς και τα μικτά δάση δρυών και ελάτης στα νότια και δυτικά τμήματα του ορεινού όγκου.
Τα θερμόφιλα αείφυλλα πλατύφυλλα είδη, όπως η αριά (Quercus ilex), η κουμαριά (Arbutus sp.), ο σχίνος (Pistacia lentiscus), απαντώνται κυρίως σε χαμηλά υψόμετρα στα δυτικά και βόρεια τμήματα του βουνού και διαχωρίζονται από τους πουρναρότοπους (Quercus coccifera), που έχουν ευρύτερη υψομετρική εξάπλωση.
Ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό της έκτασης της Οίτης (10,3%) καλύπτεται από λιβάδια των μεγαλύτερων υψομέτρων. Τα λιβάδια αυτά καθώς και οι βραχώδεις πλαγιές θεωρούνται οι πλουσιότερες περιοχές σε χλωριδική ποικιλότητα και φιλοξενούν τα σπανιότερα και τα πλέον ενδιαφέροντα είδη φυτών.
Τέλος, η παραποτάμια βλάστηση ακολουθεί τα ρέματα και τα ποτάμια και συνίσταται από πλατάνια (Platanus orientalis), ιτιές (Salix spp.) και σκλήθρα (Alnus glutinosa). Οι κρημνοί και οι μη σταθεροποιημένες κοίτες των ποταμών καταλαμβάνουν, επίσης, σημαντική έκταση.
Επιπλέον, η μαύρη πεύκη (Pinus nigra) απαντάται στα βορειοανατολικά του Δρυμού, σε μικρή, όμως, σχετικά έκταση. Ωστόσο, η ύπαρξή της είναι ιδιαίτερα σημαντική, διότι αποτελεί τη μοναδική φυσική παρουσία του είδους στην Οίτη. Πολύ σημαντική για το βουνό είναι, επίσης, η παρουσία της αρκεύθου Juniperus foetidissima (μαλόκεδρο ή βουνοκυπάρισσο). Το εν λόγω είδος απαντάται, κυρίως μεμονωμένα ή σε αραιές συστάδες, σε απότομες πλαγιές με βραχώδεις εξάρσεις στα ανώτερα όρια των δασών ελάτης και εμφανίζει πολύ φτωχή έως ανύπαρκτη αναγέννηση, γεγονός που καθιστά αναγκαία την προστασία του.